- μήτηρ
- ἡ μήτηρ, μητρός мать (лат. mater; ср. метрополия город-мать в отношении своих колоний; митрополит; Митрофан)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
μήτηρ — μήτηρ, ἡ (ΑΜ) βλ. μητέρα … Dictionary of Greek
μητήρ — μήτηρ mother fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτηρ — mother fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁμοιότης φιλότητος μήτηρ. — См. Кому на ком жениться, тот в того и родится … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πότνια μήτηρ. — См. Родина святая … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και … Dictionary of Greek
μητράσι — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητράσιν — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρί — μήτηρ mother fem dat sg μήτηρ mother fem dat sg μητρίς one s mother country fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)